Θυμάσαι;
Ακροπατούσαμε στην νιότη και την ωριμότητα. Στη στιγμή και τον χρόνο. Το φθινοπωρινό φόρεμα μου, ανέγγιχτο στην ντουλάπα με το άρωμα σου. Εκεί όπου κρύβαμε τις μυστικές συναντήσεις μας. Σ’ εκείνη την μικρή παμπ με την λονδρέζικη προφορά και τον σκονισμένο ουράνιο θόλο.
«Πόση ομορφιά κρύβουν τα μάτια ενός άντρα όταν ντύνουν κατάσαρκα τις επιθυμίες μιας γυναίκας;»
Την καθήλωσε.
Την κατέκτησε.
Την δημιούργησε.
Και την σκόρπισε.
Τα χέρια της οδηγούσαν τα χρώματα πάνω στον καμβά του κι οι πίνακες του αποτύπωναν περίτεχνα τις αινιγματικές ιαχές της…
«Είναι η τέχνη πιο ερωτεύσιμη από μια γυναίκα ή η γυναίκα είναι ο έρωτας της τέχνης;»
«Δεν περιμένω απαντήσεις», του είπε κι εκείνος ρούφηξε την ανάσα της, στα πέπλα του. Την μορφή της, στη σκιά του. Το άγγιγμα της, στο σώμα του. Κι όταν την άφησε απ’ τα χέρια του, ελευθερώθηκε.
Για να ζήσει. Για πάντα…