Χαϊδεύει την ψυχή σου

Πάλι απόψε τα όνειρα ξενυχτούν σε ξεχασμένες καρτ ποστάλ από το χρόνο…
Φοράνε τον μανδύα της ανείπωτης νοσταλγίας.

Εδώ και καιρό η ηδονή στα χείλη της σχηματίζει ρωγμές στην ψυχή…
Σαν εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ που ξεγλιστρούσε από Αγάπη και Έρωτα το άγγιγμα σου.

Τα ζεστά σου χέρια άχνιζαν από λατρεία στα κουμπιά από το παλτό και η μέση της κατρακυλούσε στον κύκλο των δαχτύλων σου…

Ίσως τα σώματα να είναι χαραγμένες σιωπές στους χτύπους της μοναξιάς σου…
Ίσως κάθε άρωμα που άγγιξε τον ανδρισμό σου να θυμίζει εκείνη…

Εκείνη, εκείνη…

Ανοίγεις το συρτάρι.

Βγάζεις πάλι τη φωτογραφία της ανάμεσα από τις σελίδες του ημερολογίου. Η μυρωδιά του παλιού λικνίζεται στα αποξηραμένα τριαντάφυλλα όπως ένα φουλάρι μεταξωτό στο σώμα της…

Χαϊδεύεις τα μάτια της.
Χαϊδεύει την ψυχή σου.

Δεν έχει όνομα ο έρωτας μωρό μου

Ακολούθησε τη διαίσθηση της. Εκείνος, το ένστικτο του. Η γυναίκα γνώριζε. Ο άντρας αγνοούσε. Σήμερα θα γράψει για εκείνον. Κι εκείνος, θα σβήσει τη μνήμη στο σώμα της… Περπατούσε ανάμεσα στο πλήθος. Η εκκωφαντική ροκ μουσική ταίριαζε με το γυαλιστερό μαύρο περιλαίμιο που έπνιγε τις βαθυστόχαστες προσδοκίες της…

Το ποτό στα χέρια του ζεσταίνονταν, καθώς ο πόθος ανέβαινε κατακόρυφα και τα μάτια του συναντούσαν τη σιλουέτα της στο πλήθος… Οσμίζονταν νωχελικά και θανάσιμα την ψυχή της, ως αρπακτικό που ζύγιζε με λατρεία τη λεία στο σκοτάδι, καθώς εκείνη έκανε κύκλους γύρω απ’ τις σκιαγραφημένες επιθυμίες του. Αδύναμη να αντιληφθεί τη ζοφερή παρουσία της επερχόμενης νίκης του… Με βήμα γοργό και ανήσυχο ξεκίνησε ν’ ανεβαίνει μια σκάλα ελπίζοντας πως είναι η έξοδος… Οδηγήθηκε σε μια σιδερένια πόρτα. Στην αρχή άτολμα και μετά αποφασιστικά αφέθηκε να εισχωρήσει στο άγνωστο…

Η πόρτα έκλεισε, τα φώτα έσβησαν, το κερί άναψε. Τα εβένινα μάτια του φωτίστηκαν από τη φλόγα που τρεμόσβηνε και μια κραυγή αγωνίας έσπασε τη νύχτα χωρίς να εισακουστεί πουθενά. Μπορούσε να μυρίσει το άρωμα του ενώ ο σύρτης έκλεινε πίσω της απότομα, να νιώσει τον απέραντο τρόμο της μοναξιάς της και την απόγνωση του αδιέξοδου. Ήξερε πως δε θα επιστρέψει και ταυτόχρονα οραματίζονταν μια ανεξήγητη
έλξη…

Το χέρι του κρατούσε αποφασιστικά τον καρπό της και μόλις τα φώτα άναψαν κανείς δεν άρθρωσε λέξη. Τον γνώριζε. Σχεδίαζε να την ακολουθήσει παντού και εύχονταν να είναι μόνο εκείνος… Οι εαυτοί τους σοκαρισμένοι παρακολουθούσαν το σώμα τους σε σύγκρουση μετωπική. Τα φλογερά χείλη της, πλησίασαν τα δικά του λαχταρώντας προκλητικά να κλέψουν απ’ το στόμα του την πρώτη ανάσα της ηδονής του… Εκείνος ξαφνιάστηκε, αλλά συνέχισε… Με μία αστραπιαία κίνηση την κόλλησε στον τοίχο και επάνω του, γκρεμίζοντας το φόρεμα της σαν κομφετί, στο πιο άσπλαχνο υγρό φιλί του. Η νύχτα γέμισε με χάρτινες υποσχέσεις και προσπέρασε κάθε αναστολή στο άγγιγμα τους…

Και έκαναν έρωτα. Παθιασμένο, απαγορευμένο, πρωτόγνωρο, αγνοώντας το όνομα τους. Σαν δύο ασάλευτα θηρία που αιώνες λυσσομανούσαν να γίνουν άγγελοι, να ταιριάξουν μεταξύ τους ως παράφωνοι εραστές… Στο τέλος τη ρώτησε αν θα μπορούσε να έχει το όνομα της. Κι εκείνη απάντησε:

«Δεν έχει όνομα ο έρωτας μωρό μου…»

Αναζήτησε με

1930.

Σε πρόσεξα. Από την πρώτη στιγμή.
Η αρμονία της ομορφιάς σου,
ανταγωνίζονταν το σκοτάδι του βλέμματος σου.

Μπορούσα να αισθανθώ την ανάσα σου,

στην πλεκτή μου μπλούζα.
Τα δάχτυλα σου, άγγιζαν το
ρόδο στα χείλη μου.
Με κρατούσες απ’ τη μέση και ήμουν η ντάμα του καβαλιέρου μου.
Αφουγκραζόμουν τους χτύπους της καρδιάς σου καθώς τα ροδοπέταλα μου
κυλούσαν με λαχτάρα στην απουσία του χρώματος σου.

Πόσο πόθησα το δέρμα σου μέσα απ’ το μαύρο περίβλημα των γαντιών σου.
Και ξαφνικά!!!

Πρόσεξα τον χρόνο στον καρπό σου,
τους χρυσούς
λεπτοδείκτες της αγωνίας μου…
Όταν κτητικά και απόλυτα μπήκες στα σωθικά μου
και συγκλόνισες την ασχημάτιστη ψυχή μου.

Με βάφτισες
Έρωτα, και με μετέφερες στο χώρο και στο χρόνο.
Και τότε κατάλαβα…
Οι Ιοσφόροι!
Πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω!

Τα χέρια σου ως κλαδιά συγκρατούσαν το λευκό φόρεμα μου.
Γύρω μου σφραγισμένες πύλες. Γύρω μου κόκκινα ρόδα ανθισμένα.
Παγιδευμένη σε κήπο με λουλούδια ξένα.

Ήχησε βραχνά και μελωδικά η φωνή σου στο αυτί μου:

«Σύντομα…
Πολύ σύντομα…
Δική μου».

Η μουσική σταμάτησε, οι φωνές σίγησαν,
το φως κρύφτηκε κι έτσι σωριάστηκα στο πάτωμα.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είχα ξεχάσει τον κόσμο που υπήρχα.

Κοιμόμουν μαγεμένη
λίγο πριν το 2022.

Οι πίνακες ζωγραφικής.
Ο άντρας.
Το δωμάτιο.
Γνώριζα τα πάντα χωρίς να ρωτήσω τίποτα.

Σηκώθηκα, κοίταξα τον καθρέφτη.
Ποια είμαι;

Στο κομοδίνο υπήρχε ένα γράμμα:

Είσαι η Poetic Rose.
Σου αρέσει να γράφεις ποιήματα.
Αποπνέω τις λέξεις στα δάχτυλα σου.
Τα μαλλιά σου είναι ηλιόλουστα.
Τα μάτια σου
αιώνια.

Όταν γίνεσαι δική μου με μισείς.
Όταν δραπετεύεις, με λατρεύεις.
Θα νιώσεις αλλόκοτα.
Ταξιδεύεις στον χρόνο.

Το σάρκινο περίβλημα σου είναι η ολογραμμική ψευδαίσθηση
της απουσίας μου…

Ανήκεις στον κόσμο μου.
Στο λαιμό σου φοράς ένα κόσμημα.
Στην ψυχή σου φοράς την αλήθεια.
Ένα
τριαντάφυλλο.

Μπορώ να σε βλέπω και να με βλέπεις.
Να μυρίζω το άρωμα σου και να φυτρώνεις,

ως αμαρτία στο χώμα μου.

Στον κόσμο συμβαίνει ο κόσμος.
Θα φοράς μάσκα και θα κρύβεις το σώμα σου.
Θα φοράς ρούχα και θα αποκαλύπτεις το πρόσωπο σου.
Μόνο εγώ και μόνο εμείς.

Σε ποθώ.

Ως ειμαρμένη.
Ως προφητεία.
Ως μούσα.
Ως ροδάνθιστη οπτασία στον ανδρισμό μου.

Εσύ…


Το θηλυκό γένος της
Αγάπης.

Εγώ…

Το αρσενικό γένος του Έρωτα.

Αναζήτησε με…

Για πάντα

Θυμάσαι;

Ακροπατούσαμε στην νιότη και την ωριμότητα. Στη στιγμή και τον χρόνο. Το φθινοπωρινό φόρεμα μου, ανέγγιχτο στην ντουλάπα με το άρωμα σου. Εκεί όπου κρύβαμε τις μυστικές συναντήσεις μας. Σ’ εκείνη την μικρή παμπ με την λονδρέζικη προφορά και τον σκονισμένο ουράνιο θόλο.

«Πόση ομορφιά κρύβουν τα μάτια ενός άντρα όταν ντύνουν κατάσαρκα τις επιθυμίες μιας γυναίκας;»

Την καθήλωσε.
Την κατέκτησε.
Την δημιούργησε.
Και την σκόρπισε.


Τα χέρια της οδηγούσαν τα χρώματα πάνω στον καμβά του κι οι πίνακες του αποτύπωναν περίτεχνα τις αινιγματικές ιαχές της…

«Είναι η τέχνη πιο ερωτεύσιμη από μια γυναίκα ή η γυναίκα είναι ο
έρωτας της τέχνης;»

«Δεν περιμένω απαντήσεις», του είπε κι εκείνος ρούφηξε την ανάσα της, στα πέπλα του. Την μορφή της, στη σκιά του. Το άγγιγμα της, στο σώμα του. Κι όταν την άφησε απ’ τα χέρια του, ελευθερώθηκε.

Για να ζήσει. Για πάντα…

Διαφορετικά

Έξω ερημιά. Μέσα ευτυχία.

Πέρασες τα δάχτυλα σου απ’ τα μαλλιά μου καθώς οι χτύποι της ψυχής μου πάλευαν με το αίμα της καρδιάς στο στήθος μου.

Σ’ αγαπώ κορίτσι μου.

Τον κοίταξα βαθιά…

-Έχεις όλες τις κτητικές αντωνυμίες που λατρεύω.
Νιώθω μόνη στον κόσμο που με γέννησε…

Χαμογέλασες, τόσο ανέγγιχτα..

– Μέσα στις σκέψεις και τις φαντασιώσεις μου, αγγίζω την γυναίκα που λαχτάρησα… Όνειρο μου. Μια μέρα θ’αποδομήσω την θλίψη σου και θα την κάνω δική μου.

Έστρεψα το βλέμμα μου αλλού.

-Φοβάμαι το αύριο. Φοβάμαι για μας.

-Μπορώ να σε προστατέψω. Να σε κρύψω στο πιο λευκό μου πουκάμισο.
Να δεχτώ τις σφαίρες του σκοταδιού σου.

Κοίταξα το ρολόι μου.

Πρέπει να φύγω.

Μ’ έσφιξες. Στο μπράτσο. Δυνατά.

Ένιωσα την ζεστασιά της αύρας σου στο μάγουλο μου.

– Πες μου. Που πάνε τα συναισθήματα όταν αποχωρίζονται τον δημιουργό τους;

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Να γίνω ένα.
Με την αγάπη.
Με την λύπη.
Με την χαρά.
Με τον κόσμο.

Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι διαφορετικά.

Ερωτική και Ερωτεύσιμη

Μπορούσα να κρύβω την μορφή μου. Να γίνω αυτή που θέλω κι εκείνη που δεν λησμόνησες…

Μια άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Ν’ ανασαίνω οξυγόνο πίσω απ’ την προφύλαξη της ανωνυμίας μας. Ν’ αλλάζω συναισθήματα όπως τους εραστές μου.

Μπορώ.

Κι εσύ μπορείς.

Τα δάχτυλα σου ναυαγοί… Στο εβένινο νησί της μασκοφορίας μας…

Η μύτη μου.
Τα μάγουλα μου.
Τα χείλη μου.


Το κραγιόν μου.

Όλα. 
Δικά σου…


Αφήνω αποτυπώματα στο ύφασμα, όπως ο ένοχος ίχνη στο έγκλημα του…

Γιατί θέλω να με θυμάσαι. 

Την αίσθηση.
Το  δέρμα. 
Το ημιτελές πρόσωπο μου.


Είμαι ελεύθερη! 
Ελεύθερη!
Ελεύθερη! 


Μόνο όταν αλλάζεις μάσκες στην όσφρηση μου… Και γίνομαι Εκείνη… Η ποθητή σου. Η Ερωμένη. Το  Aσέλγητο  Μυστικό σου.

Θέλω να σε φιλήσω δίχως χείλη καθώς αιχμαλωτίζεις την ανάσα μου στην μάσκα της ομορφιάς σου.

Γιατί σ αγαπώ. 

Kαι μόνο η αγάπη κρύβει τον εαυτό της… 

Περίμενα από πάντα να εξουσιάσεις το δέρμα μου…Να σφαλίσεις την φωνή μου στην σιωπή του οραματισμού σου…

Και να γίνεις ο ισχυρότερος ιός στα κύτταρα μου… Ξέρω, με θέλεις.

Μα εγώ σ’ έχω απαρνηθεί πριν προλάβεις την αναπαραγωγή σου…

Μερικές φορές εισχωρείς στο σώμα μου και ηλεκτρίζεις τις βελόνες της μοναξιάς μου… 

Αγαπημένη μου.
Στις αξόδευτες οργασμικές οπτασίες σου.
Φόρεσε το πιο σκοτεινό σου βλέμμα. 


Μαζί μου θα είσαι διάφανη. 

Μεταξύ αρσενικού και θηλυκού.
Ξέρεις.
Δεν υπάρχουν μάσκες.


Και τότε αγκάλιασες την πιο βαθιά μου ανάσα… 

Και κύλησες σαν μετάξι στην ακοή μου:

«Ερωτική. Και Eρωτεύσιμη»…