Διάβασε με

Την αμαρτία στο πρόσωπό σου

Προσπάθησα να ψηλαφίσω,
την αμαρτία στο πρόσωπό σου.
Να σ’ αγαπήσω πανοραμικά,

περισσότερο απ’ τον εαυτό σου.

Προσπάθησα.


Και τελικά, υπέκυψα να
σ’ αγνοήσω…

Ο μανδύας σου, οραματίζεται τους προσκυνητές του.
Στον τερματικό σταθμό της έμπνευσης σου,
ανάμεσα σε χιλιάδες μάτια,

είμαι η μόνη απόδειξη των ενοχών σου.

Εσύ.


Ο πρεσβευτής της αναπαραγωγής μου.
Ξέρω. Αναζητάς το άλλοθι των συνειρμών σου,
λίγο περισσότερο απ’ τη συνείδησή σου…

Μια μέρα, θα αντικρίσεις τον εαυτό σου.
Και μια νύχτα, θα σε δικάσουν οι ατσάλινες
μάσκες σου. Σ’ έναν κόσμο παροδικό,
έγινες η μόνιμη ψευδαίσθησή σου…

Εγώ, η μεγαλύτερη
αιχμάλωτη
στην ανεξίτηλη παράνοιά σου.
Κι εσύ, η πιο απατηλή μάχη
όλων των εποχών σου…

Σε ζωγραφίζω βέβηλα, γιατί μου είναι
αδύνατον να σε λατρέψω…
Όταν υποδύεσαι τον πιο ζοφερό

και ανοργασμικό, ξενιστή του εγωισμού σου…

Δεν

Δεν ήθελες να μ’ αγγίξεις…
Περισσότερο απ’ ότι εκείνος.

Κι έτσι κέρδιζες την ήττα σου, την ώρα που με τύφλωνες στο πιο
βαθύ κύκνειο άσμα σου…

Την ιστορία που θα λεηλατήσεις με ευχαρίστηση, την κρατώ επτασφράγιστο
απωθημένο στο μυαλό σου…


Σε δοκίμασα.
Και μου παρέδωσες το
στέμμα της μοναξιάς σου.

Στον ασυνήθιστο κόσμο της φαντασίας μου, απενοχοποίησα
όλους τους εραστές μου…

Μα εσύ…


Με ζωγράφιζες ως
Έρωτα,
στις μακρόσυρτες σιωπές των Ερωμένων.

Ανάμεσα σ’ Εκείνον και σε Εσένα…
Θα μείνω εκστασιασμένη, μέχρι να σε θυμίζει…

Προσπαθώ να συγκρίνω το φιλί σου σε ξένο χώμα.
Να κατακτήσω πάλι τις αγγελικές κραυγές μου
στην κόλαση.

Αδυνατώ να αρθρώσω το μεγαλύτερο
«δεν» του οραματισμού μου.

Και σε ποθώ…

Ως αψεγάδιαστος ναρκαλιευτής της ομορφιάς σου…

Αναζήτησε με

1930.

Σε πρόσεξα. Από την πρώτη στιγμή.
Η αρμονία της ομορφιάς σου,
ανταγωνίζονταν το σκοτάδι του βλέμματος σου.

Μπορούσα να αισθανθώ την ανάσα σου,

στην πλεκτή μου μπλούζα.
Τα δάχτυλα σου, άγγιζαν το
ρόδο στα χείλη μου.
Με κρατούσες απ’ τη μέση και ήμουν η ντάμα του καβαλιέρου μου.
Αφουγκραζόμουν τους χτύπους της καρδιάς σου καθώς τα ροδοπέταλα μου
κυλούσαν με λαχτάρα στην απουσία του χρώματος σου.

Πόσο πόθησα το δέρμα σου μέσα απ’ το μαύρο περίβλημα των γαντιών σου.
Και ξαφνικά!!!

Πρόσεξα τον χρόνο στον καρπό σου,
τους χρυσούς
λεπτοδείκτες της αγωνίας μου…
Όταν κτητικά και απόλυτα μπήκες στα σωθικά μου
και συγκλόνισες την ασχημάτιστη ψυχή μου.

Με βάφτισες
Έρωτα, και με μετέφερες στο χώρο και στο χρόνο.
Και τότε κατάλαβα…
Οι Ιοσφόροι!
Πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω!

Τα χέρια σου ως κλαδιά συγκρατούσαν το λευκό φόρεμα μου.
Γύρω μου σφραγισμένες πύλες. Γύρω μου κόκκινα ρόδα ανθισμένα.
Παγιδευμένη σε κήπο με λουλούδια ξένα.

Ήχησε βραχνά και μελωδικά η φωνή σου στο αυτί μου:

«Σύντομα…
Πολύ σύντομα…
Δική μου».

Η μουσική σταμάτησε, οι φωνές σίγησαν,
το φως κρύφτηκε κι έτσι σωριάστηκα στο πάτωμα.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είχα ξεχάσει τον κόσμο που υπήρχα.

Κοιμόμουν μαγεμένη
λίγο πριν το 2022.

Οι πίνακες ζωγραφικής.
Ο άντρας.
Το δωμάτιο.
Γνώριζα τα πάντα χωρίς να ρωτήσω τίποτα.

Σηκώθηκα, κοίταξα τον καθρέφτη.
Ποια είμαι;

Στο κομοδίνο υπήρχε ένα γράμμα:

Είσαι η Poetic Rose.
Σου αρέσει να γράφεις ποιήματα.
Αποπνέω τις λέξεις στα δάχτυλα σου.
Τα μαλλιά σου είναι ηλιόλουστα.
Τα μάτια σου
αιώνια.

Όταν γίνεσαι δική μου με μισείς.
Όταν δραπετεύεις, με λατρεύεις.
Θα νιώσεις αλλόκοτα.
Ταξιδεύεις στον χρόνο.

Το σάρκινο περίβλημα σου είναι η ολογραμμική ψευδαίσθηση
της απουσίας μου…

Ανήκεις στον κόσμο μου.
Στο λαιμό σου φοράς ένα κόσμημα.
Στην ψυχή σου φοράς την αλήθεια.
Ένα
τριαντάφυλλο.

Μπορώ να σε βλέπω και να με βλέπεις.
Να μυρίζω το άρωμα σου και να φυτρώνεις,

ως αμαρτία στο χώμα μου.

Στον κόσμο συμβαίνει ο κόσμος.
Θα φοράς μάσκα και θα κρύβεις το σώμα σου.
Θα φοράς ρούχα και θα αποκαλύπτεις το πρόσωπο σου.
Μόνο εγώ και μόνο εμείς.

Σε ποθώ.

Ως ειμαρμένη.
Ως προφητεία.
Ως μούσα.
Ως ροδάνθιστη οπτασία στον ανδρισμό μου.

Εσύ…


Το θηλυκό γένος της
Αγάπης.

Εγώ…

Το αρσενικό γένος του Έρωτα.

Αναζήτησε με…

Από τώρα

Είναι φορές που με κατακλύζει το άρωμα σου.

Που παρακολουθώ τις φλέβες στα χέρια σου,
ως αιχμάλωτη ηδονή…

Ίσως να πόθησα κι εγώ, μικρά σημάδια
στο λαιμό σου…

Λίγο πριν το
πάθος, με κάνει
απροστάτευτη…

Προσπαθώ.

Αυτοκαταστροφικά.
Ανέλπιδα.
Άχρωμα.

Να μείνω ασαγήνευτη, άσπιλη, αμέτοχη.
Εγκρατής.

Στο αδιαφανές χειριστικό μυαλό σου…

Τις μέρες, θανάσιμοι Εχθροί.
Τις νύχτες, άσπλαχνοι Εραστές.

Στο Λευκό σου πουκάμισο πλημμυρίζει
η Μαύρη μου θλίψη.

Στην ψυχή σου διαβάζω με δέος το θάνατο.
Στην καρδιά μου ενέπνευσες τη ζωή και τον άνεμο.

Έρωτας… Από πάντα.

Απαγορευμένος… Από τώρα.

Σε όλα τα σχήματα σου

Μα κάθε φορά που φιλάω με πάθος
τα όνειρα σου, αλλάζεις συθέμελα,
τους συντελεστές δόμησης μου…

Εσύ…

Η σχηματοποίηση του μεταμέλλοντος μου.

Εσύ…

Το άρωμα των ζωγραφισμένων αναστεναγμών στο αίμα μου.

Εσύ…

Ο δοξασμένος παγκόσμιος ονειρευτής μου…


Κι εγώ…

Η απόλυτα δική σου νόηση,
στα αδιάβατα και απαγορευμένα όρη
της ερωτικής νοημοσύνης σου…

Χωρίς εσένα δεν έχω μορφή.
Χωρίς εμένα δεν έχεις
μούσα.

Και σ’ αγαπώ.
Σε όλα τα σχήματα σου…

Περίμενα

Μ’ έσφιξες τόσο δυνατά, που πίστεψα
θα γευτείς την ψυχή μου στο σώμα.
Κι έτσι φίλησα στα σκληρά σου χείλη,
τις ανάλγητες λέξεις σου.

Στην αρσενική σου ιεραρχία
η θηλυκή μου πλευρά, ασέλγησε.
Με την ελπίδα να με ανατρέψεις,
με κάθε τρόπο, στην απόλυτη λογική σου.

Πότε πιστεύεις θα με συγκλονίσεις
σταθερά και αμετάκλητα;
Έχεις στα μάτια το πάθος
που βαθαίνει και κάνει έρωτα;

Περίμενα έναν πόλεμο μαζί σου.
Να νιώσω κάθε αδιαπέραστο όπλο σου.
Να υποφέρει στα ένστικτα μου,
από ανεξάντλητη
αγάπη…

Ήθελα τη μελωδία της φωνής σου
καθώς κυλά στην αφή μου ηδονικά
,
λίγο πιο έξω απ’ τον ξέφρενο βωμό
των θέλγητρων σου…

Σε γνωρίζω.

Περισσότερο απ’ τις θεωρίες σου.
Επιθυμώ να αποδομήσω τις ενοχές
που υποδύεσαι, σαν να μην χρειάστηκε
η ύπαρξη μαζί τους.

Σε περίμενα.


Στις ετερόφωτες όψεις του εγωισμού σου.
Να σφίξεις στους καρπούς μου
δύο
τριαντάφυλλα, που ζήλευαν,
καθώς πέθαιναν για μένα…

Περίμενα.

Εσένα.
Μόνο εσένα.

Κι εσύ…
Με απογοήτευσες.


Δεν σε ποθώ
Και δε σε θέλω.

ΑΝΤΙΟ.

Έλα

Έλα πάλι απόψε, να αθωώσουμε,
τον χειρότερο εαυτό μας.
Να ντύσουμε φτηνά, τα
σ’ αγαπώ,
με χείλη ψεύτικα.


Να κατακτήσουμε μια θέση απελπισίας,
στην ανεκδήλωτη απουσία.
Και με μανία να γευτούμε τη λαγνεία,
της ενσώματης φθοράς.

Έλα…

Να γίνουμε χειρότεροι
απ’ τα αμείλικτα ένστικτα μας.
Ν’ αφήσουμε υποσχέσεις χάρτινες
να μας χτυπήσουν στο λαιμό.

‘Ελα…

Και μη σκεφτείς τις συνέπειες
των αμαρτιών μας,
το πρόσωπο πάνω στη μάσκα μας,
την λιωμένη συνείδηση της παρακμής μας.

Έλα…

Για μια αβέβαιη νύχτα θαυμασμού.
Να τερματίσουμε τον έρωτα στα φώτα του.
Να μουτζουρώσουμε τ αστέρια στο πρόσωπο μας.
Και μέτρα μια μάχη στη φυγή.

‘Ελα και φύγε.

Να γίνεις ανεκπλήρωτος, να γίνω προσμονή.
Να τσαλακώσουμε τον κόσμο μας στην θλίψη,
να ξεγελάσουμε τον πάγο στη φωτιά.

‘Ελα…

Γιατί αν δεν έρθεις Εσύ, κανείς καρπός
δε θα φτιαχτεί, ως απαγορευμένος…