Κράτησε μου το χέρι.
Το χέρι μου.
Μη με αφήσεις ποτέ να υπάρχω…
Χωρίς εσένα.
Φίλησε μου τα μαλλιά.
Τα μαλλιά μου.
Μη με αφήσεις ποτέ να περιμένω…
Χωρίς το χάδι σου.
Αγκάλιασε το σώμα.
Το σώμα μου.
Μη με αφήσεις ποτέ να κρυώνω…
Χωρίς τη ζεστασιά σου.
Κι άφησε με να κλάψω στον ώμο σου.
Να γίνουν τα μάτια μου βροχή.
Φύλαξε με μυστικό, σε μια μικρή γωνιά
μες την ψυχή σου.
Να πιστέψω.
Πως δεν κοιμούνται τα όνειρα άστεγα.
Να πιστέψω.
Πως θα σε βρω αν ανοίξω τα μάτια μου.
Να πιστέψω.
Πως θα είμαι ζωντανή. Στη ανάσα σου.
Να πιστέψω.
«Οι άγγελοι κι οι άνθρωποι φεύγουν γρήγορα» μου έλεγες.
Κι εγώ…
Δε θέλω να πετάξω.
Ετικέτα: αγάπη
Χαϊδεύει την ψυχή σου
Πάλι απόψε τα όνειρα ξενυχτούν σε ξεχασμένες καρτ ποστάλ από το χρόνο…
Φοράνε τον μανδύα της ανείπωτης νοσταλγίας.
Εδώ και καιρό η ηδονή στα χείλη της σχηματίζει ρωγμές στην ψυχή…
Σαν εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ που ξεγλιστρούσε από Αγάπη και Έρωτα το άγγιγμα σου.
Τα ζεστά σου χέρια άχνιζαν από λατρεία στα κουμπιά από το παλτό και η μέση της κατρακυλούσε στον κύκλο των δαχτύλων σου…
Ίσως τα σώματα να είναι χαραγμένες σιωπές στους χτύπους της μοναξιάς σου…
Ίσως κάθε άρωμα που άγγιξε τον ανδρισμό σου να θυμίζει εκείνη…
Εκείνη, εκείνη…
Ανοίγεις το συρτάρι.
Βγάζεις πάλι τη φωτογραφία της ανάμεσα από τις σελίδες του ημερολογίου. Η μυρωδιά του παλιού λικνίζεται στα αποξηραμένα τριαντάφυλλα όπως ένα φουλάρι μεταξωτό στο σώμα της…
Χαϊδεύεις τα μάτια της.
Χαϊδεύει την ψυχή σου.
Θα επιστρέφεις
Μπορούσα να φιλήσω την ψυχή σου στο στόμα.
Να χαϊδέψω τ’ απαλά σου μαλλιά.
Να κρατήσω τα γόνατα σου στη γη καθώς διαχωρίζω
τα φτερά σου στα δύο. Να είμαι εκείνος που αλυχτά τις προσμονές σου…
Μέσα στις αναπόδραστες ρωγμές της απεραντοσύνης σου,
σπάω μικρά γυάλινα περιθώρια διαφυγής σου. Ακουμπώ λατρεμένα
στο στήθος τις κλειστοφοβικές κραυγές της παρουσίας σου, όταν μάταια
ιχνηλατούν την έξοδο κινδύνου σου…
Είμαι εκείνος που ανασαίνεις τη μορφή στους οργασμούς σου.
Θα σε παίρνω κάθε νύχτα ως αδάμαστη αμαρτία.
Στα δόντια μου θα λειαίνω, τ’ απαλά σου εσώρουχα.
Σε σφυγμούς θα ζωγραφίζω, φαντασιώσεις απαγορευτικές
για την αποπλάνηση του συντηρητισμού σου.
Και τώρα φύγε.
Φύγε μακριά μου.
Γίνε μη αναστρέψιμη αναγέννηση.
Γίνε η αδάμαστη εκδοχή του εαυτού σου.
Φύγε.
Πριν ξεφτίσω τα πέταλα σου στην πανσέληνο.
Φύγε.
Πριν λυγίσεις και διώξεις όλους τους εραστές σου.
Φύγε.
Πριν δεις τις ερωμένες να διαλύονται στα μάτια μου.
Απλά φύγε.
Φύγε τώρα.
Αλλά να θυμάσαι…
Χωρίς έρωτα, χωρίς εμένα, θα επιστρέφεις.
Σχεδόν ερωτική
«Με σάρκα και οστά» του ψιθύρισε, «με αίμα και ψυχή», της απάντησε.
«Όλα όσα φοβήθηκες σε λάτρεψαν».
Την κοίταξε νωχελικά.
«Μόνο μαζί σου αντέχω την απώλεια του εαυτού μου», του είπε.
Και το γνώριζε.
Από την πρώτη στιγμή που του δόθηκε…
Ασυγχώρητος, όταν δολοφονείς τα όνειρα μου μετατρέποντας τα
σε εκκωφαντικούς εφιάλτες…
«Ασυγχώρητος», και γέλασε.
Κρατώντας την πιο βίαιη αίσθηση του, βαθιά
στο σώμα της.
Μερικές φορές ο έρωτας δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα ζοφερά ένστικτα μας.
Κάθε φορά που έφευγε, επέστρεφε συγκλονισμένη
στην άσπλαχνη αγκαλιά του, ως άσπιλη λεξητόμος.
Στα μάτια της χιλιάδες αμαρτίες λεηλατούσαν το σκότος, στο υγρό βάθος
της εμμονής στη διάρκεια του. Στην καρδιά τους το ασίγαστο μίσος
ξεσπούσε ατερμάτιστα, σαν άνεμος στα σημάδια τους.
Θα είσαι πάντα ένας ημιτελής κύκλος, η ανασαιμιά που σφραγίζει το σώμα μου.
Θα είσαι εκείνη που αδημονώ να μισήσω κι οι αμαρτίες που αγάπησα.
Μετέωρη, να προσπαθείς να μ’ αγγίξεις στο κενό της απουσίας μου.
Δε σου επιτρέπω να υπάρχεις χωρίς εμένα κι όταν σε βρίσκω, θέλω να δραπετεύω.
Λίγο πριν σε φυλακίσω με το χέρι στο λαιμό, σου ψιθυρίζω:
«Σχεδόν ερωτική, απόλυτα δική μου».
Την αμαρτία στο πρόσωπό σου
Προσπάθησα να ψηλαφίσω,
την αμαρτία στο πρόσωπό σου.
Να σ’ αγαπήσω πανοραμικά,
περισσότερο απ’ τον εαυτό σου.
Προσπάθησα.
Και τελικά, υπέκυψα να σ’ αγνοήσω…
Ο μανδύας σου, οραματίζεται τους προσκυνητές του.
Στον τερματικό σταθμό της έμπνευσης σου,
ανάμεσα σε χιλιάδες μάτια,
είμαι η μόνη απόδειξη των ενοχών σου.
Εσύ.
Ο πρεσβευτής της αναπαραγωγής μου.
Ξέρω. Αναζητάς το άλλοθι των συνειρμών σου,
λίγο περισσότερο απ’ τη συνείδησή σου…
Μια μέρα, θα αντικρίσεις τον εαυτό σου.
Και μια νύχτα, θα σε δικάσουν οι ατσάλινες
μάσκες σου. Σ’ έναν κόσμο παροδικό,
έγινες η μόνιμη ψευδαίσθησή σου…
Εγώ, η μεγαλύτερη αιχμάλωτη
στην ανεξίτηλη παράνοιά σου.
Κι εσύ, η πιο απατηλή μάχη
όλων των εποχών σου…
Σε ζωγραφίζω βέβηλα, γιατί μου είναι
αδύνατον να σε λατρέψω…
Όταν υποδύεσαι τον πιο ζοφερό
και ανοργασμικό, ξενιστή του εγωισμού σου…
Από τώρα
Είναι φορές που με κατακλύζει το άρωμα σου.
Που παρακολουθώ τις φλέβες στα χέρια σου,
ως αιχμάλωτη ηδονή…
Ίσως να πόθησα κι εγώ, μικρά σημάδια
στο λαιμό σου…
Λίγο πριν το πάθος, με κάνει
απροστάτευτη…
Προσπαθώ.
Αυτοκαταστροφικά.
Ανέλπιδα.
Άχρωμα.
Να μείνω ασαγήνευτη, άσπιλη, αμέτοχη.
Εγκρατής.
Στο αδιαφανές χειριστικό μυαλό σου…
Τις μέρες, θανάσιμοι Εχθροί.
Τις νύχτες, άσπλαχνοι Εραστές.
Στο Λευκό σου πουκάμισο πλημμυρίζει
η Μαύρη μου θλίψη.
Στην ψυχή σου διαβάζω με δέος το θάνατο.
Στην καρδιά μου ενέπνευσες τη ζωή και τον άνεμο.
Έρωτας… Από πάντα.
Απαγορευμένος… Από τώρα.
Σε όλα τα σχήματα σου
Μα κάθε φορά που φιλάω με πάθος
τα όνειρα σου, αλλάζεις συθέμελα,
τους συντελεστές δόμησης μου…
Εσύ…
Η σχηματοποίηση του μεταμέλλοντος μου.
Εσύ…
Το άρωμα των ζωγραφισμένων αναστεναγμών στο αίμα μου.
Εσύ…
Ο δοξασμένος παγκόσμιος ονειρευτής μου…
Κι εγώ…
Η απόλυτα δική σου νόηση,
στα αδιάβατα και απαγορευμένα όρη
της ερωτικής νοημοσύνης σου…
Χωρίς εσένα δεν έχω μορφή.
Χωρίς εμένα δεν έχεις μούσα.
Και σ’ αγαπώ.
Σε όλα τα σχήματα σου…