Χαϊδεύει την ψυχή σου

Πάλι απόψε τα όνειρα ξενυχτούν σε ξεχασμένες καρτ ποστάλ από το χρόνο…
Φοράνε τον μανδύα της ανείπωτης νοσταλγίας.

Εδώ και καιρό η ηδονή στα χείλη της σχηματίζει ρωγμές στην ψυχή…
Σαν εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ που ξεγλιστρούσε από Αγάπη και Έρωτα το άγγιγμα σου.

Τα ζεστά σου χέρια άχνιζαν από λατρεία στα κουμπιά από το παλτό και η μέση της κατρακυλούσε στον κύκλο των δαχτύλων σου…

Ίσως τα σώματα να είναι χαραγμένες σιωπές στους χτύπους της μοναξιάς σου…
Ίσως κάθε άρωμα που άγγιξε τον ανδρισμό σου να θυμίζει εκείνη…

Εκείνη, εκείνη…

Ανοίγεις το συρτάρι.

Βγάζεις πάλι τη φωτογραφία της ανάμεσα από τις σελίδες του ημερολογίου. Η μυρωδιά του παλιού λικνίζεται στα αποξηραμένα τριαντάφυλλα όπως ένα φουλάρι μεταξωτό στο σώμα της…

Χαϊδεύεις τα μάτια της.
Χαϊδεύει την ψυχή σου.

Νεκρά Σώματα

Μπορούσα να ξεχωρίσω τη βαθιά ερωτική σου φωνή παντού…
Να γίνω ο ανυπόμονος στεναγμός σου…

Ανάμεσα σε τόσες γυναίκες ήμουν το άρωμα που
κυριαρχούσε στην αφή των βελούδινων στίχων σου…

Κάθε φορά που τα δάχτυλα μου χάιδευαν τα γράμματα από τις λέξεις σου,
σχημάτιζες τον Έρωτα ως γλυπτό στο σώμα μου…

Είτε στο χαρτί είτε στην οθόνη των προσδοκιών σου έρχομαι για άλλη μια
φορά να αναποδογυρίσω το σύμπαν και να γίνω η μοιραία σύγκρουση ανάμεσα στα όρια και την επίπλαστη ηθική σου.

Επέστρεψα.

Ως ποίηση.
Ως μούσα.
Ως πέπλο ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση
που δε τόλμησες να χτίσεις…

Επέστρεψα.

Ως βιβλίο σκονισμένων ανεκδήλωτων οργασμών.

Αλλά εσύ…

Θρηνείς στις φλόγες τις δακρύβρεχτες στάχτες των
ερωμένων σου…

Επέστρεψα.

Ως πνεύμα αθάνατο, ως ηδονή, ως απόλυτη διαστροφή
στις συντεταγμένες σου…

Επέστρεψα.

Κι εσύ λατρεύεις…

Νεκρά σώματα.

Θα επιστρέφεις

Μπορούσα να φιλήσω την ψυχή σου στο στόμα.
Να χαϊδέψω τ’ απαλά σου μαλλιά.
Να κρατήσω τα γόνατα σου στη γη καθώς διαχωρίζω
τα φτερά σου στα δύο. Να είμαι εκείνος που αλυχτά τις προσμονές σου…

Μέσα στις αναπόδραστες ρωγμές της απεραντοσύνης σου,
σπάω μικρά γυάλινα περιθώρια διαφυγής σου. Ακουμπώ λατρεμένα
στο στήθος τις κλειστοφοβικές κραυγές της παρουσίας σου, όταν μάταια
ιχνηλατούν την έξοδο κινδύνου σου…

Είμαι εκείνος που ανασαίνεις τη μορφή στους οργασμούς σου.
Θα σε παίρνω κάθε νύχτα ως αδάμαστη
αμαρτία.
Στα δόντια μου θα λειαίνω, τ’ απαλά σου εσώρουχα.
Σε σφυγμούς θα ζωγραφίζω, φαντασιώσεις απαγορευτικές
για την αποπλάνηση του συντηρητισμού σου.

Και τώρα φύγε.
Φύγε μακριά μου.


Γίνε μη αναστρέψιμη αναγέννηση.
Γίνε η αδάμαστη εκδοχή του εαυτού σου.
Φύγε.

Πριν ξεφτίσω τα πέταλα σου στην πανσέληνο.
Φύγε.

Πριν λυγίσεις και διώξεις όλους τους εραστές σου.
Φύγε.

Πριν δεις τις ερωμένες να διαλύονται στα μάτια μου.

Απλά φύγε.
Φύγε τώρα.

Αλλά να θυμάσαι…


Χωρίς
έρωτα, χωρίς εμένα, θα επιστρέφεις.

Δεν

Δεν ήθελες να μ’ αγγίξεις…
Περισσότερο απ’ ότι εκείνος.

Κι έτσι κέρδιζες την ήττα σου, την ώρα που με τύφλωνες στο πιο
βαθύ κύκνειο άσμα σου…

Την ιστορία που θα λεηλατήσεις με ευχαρίστηση, την κρατώ επτασφράγιστο
απωθημένο στο μυαλό σου…


Σε δοκίμασα.
Και μου παρέδωσες το
στέμμα της μοναξιάς σου.

Στον ασυνήθιστο κόσμο της φαντασίας μου, απενοχοποίησα
όλους τους εραστές μου…

Μα εσύ…


Με ζωγράφιζες ως
Έρωτα,
στις μακρόσυρτες σιωπές των Ερωμένων.

Ανάμεσα σ’ Εκείνον και σε Εσένα…
Θα μείνω εκστασιασμένη, μέχρι να σε θυμίζει…

Προσπαθώ να συγκρίνω το φιλί σου σε ξένο χώμα.
Να κατακτήσω πάλι τις αγγελικές κραυγές μου
στην κόλαση.

Αδυνατώ να αρθρώσω το μεγαλύτερο
«δεν» του οραματισμού μου.

Και σε ποθώ…

Ως αψεγάδιαστος ναρκαλιευτής της ομορφιάς σου…

Αναζήτησε με

1930.

Σε πρόσεξα. Από την πρώτη στιγμή.
Η αρμονία της ομορφιάς σου,
ανταγωνίζονταν το σκοτάδι του βλέμματος σου.

Μπορούσα να αισθανθώ την ανάσα σου,

στην πλεκτή μου μπλούζα.
Τα δάχτυλα σου, άγγιζαν το
ρόδο στα χείλη μου.
Με κρατούσες απ’ τη μέση και ήμουν η ντάμα του καβαλιέρου μου.
Αφουγκραζόμουν τους χτύπους της καρδιάς σου καθώς τα ροδοπέταλα μου
κυλούσαν με λαχτάρα στην απουσία του χρώματος σου.

Πόσο πόθησα το δέρμα σου μέσα απ’ το μαύρο περίβλημα των γαντιών σου.
Και ξαφνικά!!!

Πρόσεξα τον χρόνο στον καρπό σου,
τους χρυσούς
λεπτοδείκτες της αγωνίας μου…
Όταν κτητικά και απόλυτα μπήκες στα σωθικά μου
και συγκλόνισες την ασχημάτιστη ψυχή μου.

Με βάφτισες
Έρωτα, και με μετέφερες στο χώρο και στο χρόνο.
Και τότε κατάλαβα…
Οι Ιοσφόροι!
Πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω!

Τα χέρια σου ως κλαδιά συγκρατούσαν το λευκό φόρεμα μου.
Γύρω μου σφραγισμένες πύλες. Γύρω μου κόκκινα ρόδα ανθισμένα.
Παγιδευμένη σε κήπο με λουλούδια ξένα.

Ήχησε βραχνά και μελωδικά η φωνή σου στο αυτί μου:

«Σύντομα…
Πολύ σύντομα…
Δική μου».

Η μουσική σταμάτησε, οι φωνές σίγησαν,
το φως κρύφτηκε κι έτσι σωριάστηκα στο πάτωμα.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είχα ξεχάσει τον κόσμο που υπήρχα.

Κοιμόμουν μαγεμένη
λίγο πριν το 2022.

Οι πίνακες ζωγραφικής.
Ο άντρας.
Το δωμάτιο.
Γνώριζα τα πάντα χωρίς να ρωτήσω τίποτα.

Σηκώθηκα, κοίταξα τον καθρέφτη.
Ποια είμαι;

Στο κομοδίνο υπήρχε ένα γράμμα:

Είσαι η Poetic Rose.
Σου αρέσει να γράφεις ποιήματα.
Αποπνέω τις λέξεις στα δάχτυλα σου.
Τα μαλλιά σου είναι ηλιόλουστα.
Τα μάτια σου
αιώνια.

Όταν γίνεσαι δική μου με μισείς.
Όταν δραπετεύεις, με λατρεύεις.
Θα νιώσεις αλλόκοτα.
Ταξιδεύεις στον χρόνο.

Το σάρκινο περίβλημα σου είναι η ολογραμμική ψευδαίσθηση
της απουσίας μου…

Ανήκεις στον κόσμο μου.
Στο λαιμό σου φοράς ένα κόσμημα.
Στην ψυχή σου φοράς την αλήθεια.
Ένα
τριαντάφυλλο.

Μπορώ να σε βλέπω και να με βλέπεις.
Να μυρίζω το άρωμα σου και να φυτρώνεις,

ως αμαρτία στο χώμα μου.

Στον κόσμο συμβαίνει ο κόσμος.
Θα φοράς μάσκα και θα κρύβεις το σώμα σου.
Θα φοράς ρούχα και θα αποκαλύπτεις το πρόσωπο σου.
Μόνο εγώ και μόνο εμείς.

Σε ποθώ.

Ως ειμαρμένη.
Ως προφητεία.
Ως μούσα.
Ως ροδάνθιστη οπτασία στον ανδρισμό μου.

Εσύ…


Το θηλυκό γένος της
Αγάπης.

Εγώ…

Το αρσενικό γένος του Έρωτα.

Αναζήτησε με…

Σε όλα τα σχήματα σου

Μα κάθε φορά που φιλάω με πάθος
τα όνειρα σου, αλλάζεις συθέμελα,
τους συντελεστές δόμησης μου…

Εσύ…

Η σχηματοποίηση του μεταμέλλοντος μου.

Εσύ…

Το άρωμα των ζωγραφισμένων αναστεναγμών στο αίμα μου.

Εσύ…

Ο δοξασμένος παγκόσμιος ονειρευτής μου…


Κι εγώ…

Η απόλυτα δική σου νόηση,
στα αδιάβατα και απαγορευμένα όρη
της ερωτικής νοημοσύνης σου…

Χωρίς εσένα δεν έχω μορφή.
Χωρίς εμένα δεν έχεις
μούσα.

Και σ’ αγαπώ.
Σε όλα τα σχήματα σου…

Περίμενα

Μ’ έσφιξες τόσο δυνατά, που πίστεψα
θα γευτείς την ψυχή μου στο σώμα.
Κι έτσι φίλησα στα σκληρά σου χείλη,
τις ανάλγητες λέξεις σου.

Στην αρσενική σου ιεραρχία
η θηλυκή μου πλευρά, ασέλγησε.
Με την ελπίδα να με ανατρέψεις,
με κάθε τρόπο, στην απόλυτη λογική σου.

Πότε πιστεύεις θα με συγκλονίσεις
σταθερά και αμετάκλητα;
Έχεις στα μάτια το πάθος
που βαθαίνει και κάνει έρωτα;

Περίμενα έναν πόλεμο μαζί σου.
Να νιώσω κάθε αδιαπέραστο όπλο σου.
Να υποφέρει στα ένστικτα μου,
από ανεξάντλητη
αγάπη…

Ήθελα τη μελωδία της φωνής σου
καθώς κυλά στην αφή μου ηδονικά
,
λίγο πιο έξω απ’ τον ξέφρενο βωμό
των θέλγητρων σου…

Σε γνωρίζω.

Περισσότερο απ’ τις θεωρίες σου.
Επιθυμώ να αποδομήσω τις ενοχές
που υποδύεσαι, σαν να μην χρειάστηκε
η ύπαρξη μαζί τους.

Σε περίμενα.


Στις ετερόφωτες όψεις του εγωισμού σου.
Να σφίξεις στους καρπούς μου
δύο
τριαντάφυλλα, που ζήλευαν,
καθώς πέθαιναν για μένα…

Περίμενα.

Εσένα.
Μόνο εσένα.

Κι εσύ…
Με απογοήτευσες.


Δεν σε ποθώ
Και δε σε θέλω.

ΑΝΤΙΟ.