Στην έκπτωτη κραυγή

Με δέχεται μ’ έναν τρόπο που εσύ μ’ απορρίπτεις.
Ξέρεις, δεν ήθελα τίποτα περισσότερο
απ’ την ελευθερία των στεναγμών μου.
Κι εσύ, συνέχιζες να είσαι ο καθηλωτικός εαυτός σου.

Όταν βρίσκομαι μαζί σου, πνίγομαι από θλίψη.
Σαν να προσπαθώ να σωθώ, με τα χέρια ανοιχτά σε ναυάγιο.

Προτιμούσα να σε ονειρεύομαι με μάτια ερμητικά.
Να άλλαζα την ψυχή του στο σώμα σου.
Να ξεχνούσα για λίγο ότι υπήρξαμε

απογοητευτικά ερωτευμένοι…

Πόσο ψύχος έχει ο πάγος όταν λιώνει στη
φωτιά;
Αναρωτιόμουν αν έχεις υπόσταση
τα βράδια που χάϊδευες

το αίμα στη φωνή μου…

Δεν άντεχα να κοιτάζω τα γκρίζα σου σύννεφα
στο μουντό ουρανό μου.


Δεν άντεχα!

Και εξακολουθούσα να ζω…
Σαν μετέωρη σκέψη σε κενό ασφαλείας.
Πίστευα πως το τραύμα έκλεινε με το χρόνο,
αλλά ο χρόνος ήταν το τραύμα.


Κάθε φορά που δραπέτευα, μια απροσδιόριστη απειλή
διαπραγματεύονταν τις ενοχές μου.
Μαζί του ξεχνούσα τον εαυτό που μ’ έντυνες.
Μαζί σου θυμόμουν πως δε φορούσα ρούχα.

Ένας σύμμαχος κι ένας αντίπαλος.
Μία μάχη κι ένας πόλεμος.
Με κέρδιζες και λεηλατούσα τη λογική σου.
Με έχανα και με γονιμοποιούσε η
αγάπη σου.

Πρέπει να πεις στους επαληθευτές σου
πως έκλεψες τις αλήθειες τους. Λίγο
παραπάνω από τις υποψίες τους…

Πρέπει!


Αλλά εσύ δεν έχεις
την τόλμη της ποίησης σου.
Ποτέ δε ξέρεις και πάντα περιμένεις,
και δε βλέπεις τίποτα…

Και σε σκοτώνω.

Αργά και θεαματικά.

Στην έκπτωτη κραυγή του
σαδισμού σου…