Ακολούθησε τη διαίσθηση της. Εκείνος, το ένστικτο του. Η γυναίκα γνώριζε. Ο άντρας αγνοούσε. Σήμερα θα γράψει για εκείνον. Κι εκείνος, θα σβήσει τη μνήμη στο σώμα της… Περπατούσε ανάμεσα στο πλήθος. Η εκκωφαντική ροκ μουσική ταίριαζε με το γυαλιστερό μαύρο περιλαίμιο που έπνιγε τις βαθυστόχαστες προσδοκίες της…
Το ποτό στα χέρια του ζεσταίνονταν, καθώς ο πόθος ανέβαινε κατακόρυφα και τα μάτια του συναντούσαν τη σιλουέτα της στο πλήθος… Οσμίζονταν νωχελικά και θανάσιμα την ψυχή της, ως αρπακτικό που ζύγιζε με λατρεία τη λεία στο σκοτάδι, καθώς εκείνη έκανε κύκλους γύρω απ’ τις σκιαγραφημένες επιθυμίες του. Αδύναμη να αντιληφθεί τη ζοφερή παρουσία της επερχόμενης νίκης του… Με βήμα γοργό και ανήσυχο ξεκίνησε ν’ ανεβαίνει μια σκάλα ελπίζοντας πως είναι η έξοδος… Οδηγήθηκε σε μια σιδερένια πόρτα. Στην αρχή άτολμα και μετά αποφασιστικά αφέθηκε να εισχωρήσει στο άγνωστο…
Η πόρτα έκλεισε, τα φώτα έσβησαν, το κερί άναψε. Τα εβένινα μάτια του φωτίστηκαν από τη φλόγα που τρεμόσβηνε και μια κραυγή αγωνίας έσπασε τη νύχτα χωρίς να εισακουστεί πουθενά. Μπορούσε να μυρίσει το άρωμα του ενώ ο σύρτης έκλεινε πίσω της απότομα, να νιώσει τον απέραντο τρόμο της μοναξιάς της και την απόγνωση του αδιέξοδου. Ήξερε πως δε θα επιστρέψει και ταυτόχρονα οραματίζονταν μια ανεξήγητη έλξη…
Το χέρι του κρατούσε αποφασιστικά τον καρπό της και μόλις τα φώτα άναψαν κανείς δεν άρθρωσε λέξη. Τον γνώριζε. Σχεδίαζε να την ακολουθήσει παντού και εύχονταν να είναι μόνο εκείνος… Οι εαυτοί τους σοκαρισμένοι παρακολουθούσαν το σώμα τους σε σύγκρουση μετωπική. Τα φλογερά χείλη της, πλησίασαν τα δικά του λαχταρώντας προκλητικά να κλέψουν απ’ το στόμα του την πρώτη ανάσα της ηδονής του… Εκείνος ξαφνιάστηκε, αλλά συνέχισε… Με μία αστραπιαία κίνηση την κόλλησε στον τοίχο και επάνω του, γκρεμίζοντας το φόρεμα της σαν κομφετί, στο πιο άσπλαχνο υγρό φιλί του. Η νύχτα γέμισε με χάρτινες υποσχέσεις και προσπέρασε κάθε αναστολή στο άγγιγμα τους…
Και έκαναν έρωτα. Παθιασμένο, απαγορευμένο, πρωτόγνωρο, αγνοώντας το όνομα τους. Σαν δύο ασάλευτα θηρία που αιώνες λυσσομανούσαν να γίνουν άγγελοι, να ταιριάξουν μεταξύ τους ως παράφωνοι εραστές… Στο τέλος τη ρώτησε αν θα μπορούσε να έχει το όνομα της. Κι εκείνη απάντησε:
«Δεν έχει όνομα ο έρωτας μωρό μου…»
Ετικέτα: φιλί
Εκείνη
Εκείνη… Εκείνη…
Στην χρυσή της καρδιά μόνο πάγος.
Σε φιλήδονες νύχτες, ιχνηλάτες με πάθος.
Εκείνη… Εκείνη…
Στ’ ανεξίτηλο δέρμα, απλώνουν πάλι φιλιά τα φεγγάρια.
Εκείνη… Εκείνη…
Μια αχτίδα θαρρείς περιμένει
και τη μοίρα υφαντό της να ψέλνει.
Τ’ αλμυρό το φιλί της στο στόμα,
με κραγιόν σε μπουκάλι με πώμα.
Εκείνη… Εκείνη…
Ζωγραφίζει απλωμένα σεντόνια,
ηδονές αφημένες σε δώμα…
Εκείνη… Εκείνη…
Στα ξανθά της μαλλιά ακροβάτες σε μπούκλες.
Την κρατάς, την φιλάς, και σωπαίνει.
Εκείνη… Εκείνη…
Την ποθείς.
Την μισείς.
Την λατρεύεις.
Δεν αντέχεις χωρίς τον βωμό της.
Στ’ όνομα της φιλάς τον σταυρό της.
Εκείνη… Εκείνη…
Σε ποθεί, σε ζητά και σε ψάχνει.
Μα στο τέλος, αυτή δεν υπάρχει.