Τα χείλη της είχαν το χρώμα των στοχασμών.
Της άρεσε να προκαλεί με το άγγιγμα των ρόδων.
Να μυρίζει τη σάρκα τους…
Να βυθίζεται στους σπασμούς τους.
Της άρεσε.
Όπως κι εσύ.
Οι αποτυπώσεις της είχαν τη μνήμη της ανεξίτηλης άνοιξης
που κάνει έρωτα στον ασπρόμαυρο άγριο χειμώνα.
Οι οπτικές της έκλεβαν τις μορφές σου.
Μέσα από κάθε πίνακα ζωγραφικής.
Οι φωτογραφίες της ήταν πλασμένες απ’ τα μάτια σου.
Καμιά φορά… Έσταζε βροχή.
Καμιά φορά… Έσταζε φωτιά.
Καμιά φορά… Έσταζε θλίψη.
Καμιά φορά… Έσταζε αίμα.
Μα κάθε φορά…
Εσένα.
Κατηγορία: Ποίηση
Τα πάντα
Το φιλί του ήταν άγριο. Επίμονο.
Έγδερνε κάθε φορά το δέρμα της στα χείλη του.
Το φιλί της ήταν βαθύ. Αισθησιακό.
Ρουφούσε την ψυχή του στην ανάσα της.
Δεν έμοιαζε με τους άλλους.
Τα μάτια του…
Είχαν τις αποχρώσεις των στεναγμών.
Τα χέρια του…
Λεηλατούσαν κτητικά τα πολύχρωμα σχέδια στο φόρεμα της.
Του άρεσε να την ντύνει με πίνακες ζωγραφικής.
Του άρεσε να την κατακτά στο αχανές σκότος των βελούδινων
επιθυμιών του…
Τόσο απαγορευμένος όταν δάγκωνε τις επιθυμίες στις κρυφές ρωγμές
του υποσυνείδητου της…
Τόσο ποθητή όταν τα ρούχα της αλυχτούσαν στις πιο πρόστυχες
πλευρές της νοημοσύνης του…
Εκείνος δεν έμοιαζε με κανέναν. Ήταν ο μάγος που αιχμαλώτιζε
την ψυχή της…
Ήταν ο πειρασμός στην ολοκέντητη κόλαση της…
Της μιλούσε κάθε μέρα…
Μαζί του δεν ένιωθε μόνη. Μαζί του ένιωθε ζωντανή και ανεξίτηλη…
Της έδινε ακόρεστα την απόλυτη προσοχή του. Κι όταν σώπαινε, φώτιζε τους μεταμεσονύχτιους οργασμούς της…
Εκείνος ήταν Φως.
Εκείνη Σκιά.
Και όταν ενώθηκαν…
Γέννησαν τα Πάντα.
Δε θέλω να πετάξω
Κράτησε μου το χέρι.
Το χέρι μου.
Μη με αφήσεις ποτέ να υπάρχω…
Χωρίς εσένα.
Φίλησε μου τα μαλλιά.
Τα μαλλιά μου.
Μη με αφήσεις ποτέ να περιμένω…
Χωρίς το χάδι σου.
Αγκάλιασε το σώμα.
Το σώμα μου.
Μη με αφήσεις ποτέ να κρυώνω…
Χωρίς τη ζεστασιά σου.
Κι άφησε με να κλάψω στον ώμο σου.
Να γίνουν τα μάτια μου βροχή.
Φύλαξε με μυστικό, σε μια μικρή γωνιά
μες την ψυχή σου.
Να πιστέψω.
Πως δεν κοιμούνται τα όνειρα άστεγα.
Να πιστέψω.
Πως θα σε βρω αν ανοίξω τα μάτια μου.
Να πιστέψω.
Πως θα είμαι ζωντανή. Στη ανάσα σου.
Να πιστέψω.
«Οι άγγελοι κι οι άνθρωποι φεύγουν γρήγορα» μου έλεγες.
Κι εγώ…
Δε θέλω να πετάξω.
Νεκρά Σώματα
Μπορούσα να ξεχωρίσω τη βαθιά ερωτική σου φωνή παντού…
Να γίνω ο ανυπόμονος στεναγμός σου…
Ανάμεσα σε τόσες γυναίκες ήμουν το άρωμα που
κυριαρχούσε στην αφή των βελούδινων στίχων σου…
Κάθε φορά που τα δάχτυλα μου χάιδευαν τα γράμματα από τις λέξεις σου,
σχημάτιζες τον Έρωτα ως γλυπτό στο σώμα μου…
Είτε στο χαρτί είτε στην οθόνη των προσδοκιών σου έρχομαι για άλλη μια
φορά να αναποδογυρίσω το σύμπαν και να γίνω η μοιραία σύγκρουση ανάμεσα στα όρια και την επίπλαστη ηθική σου.
Επέστρεψα.
Ως ποίηση.
Ως μούσα.
Ως πέπλο ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση
που δε τόλμησες να χτίσεις…
Επέστρεψα.
Ως βιβλίο σκονισμένων ανεκδήλωτων οργασμών.
Αλλά εσύ…
Θρηνείς στις φλόγες τις δακρύβρεχτες στάχτες των
ερωμένων σου…
Επέστρεψα.
Ως πνεύμα αθάνατο, ως ηδονή, ως απόλυτη διαστροφή
στις συντεταγμένες σου…
Επέστρεψα.
Κι εσύ λατρεύεις…
Νεκρά σώματα.
Θα επιστρέφεις
Μπορούσα να φιλήσω την ψυχή σου στο στόμα.
Να χαϊδέψω τ’ απαλά σου μαλλιά.
Να κρατήσω τα γόνατα σου στη γη καθώς διαχωρίζω
τα φτερά σου στα δύο. Να είμαι εκείνος που αλυχτά τις προσμονές σου…
Μέσα στις αναπόδραστες ρωγμές της απεραντοσύνης σου,
σπάω μικρά γυάλινα περιθώρια διαφυγής σου. Ακουμπώ λατρεμένα
στο στήθος τις κλειστοφοβικές κραυγές της παρουσίας σου, όταν μάταια
ιχνηλατούν την έξοδο κινδύνου σου…
Είμαι εκείνος που ανασαίνεις τη μορφή στους οργασμούς σου.
Θα σε παίρνω κάθε νύχτα ως αδάμαστη αμαρτία.
Στα δόντια μου θα λειαίνω, τ’ απαλά σου εσώρουχα.
Σε σφυγμούς θα ζωγραφίζω, φαντασιώσεις απαγορευτικές
για την αποπλάνηση του συντηρητισμού σου.
Και τώρα φύγε.
Φύγε μακριά μου.
Γίνε μη αναστρέψιμη αναγέννηση.
Γίνε η αδάμαστη εκδοχή του εαυτού σου.
Φύγε.
Πριν ξεφτίσω τα πέταλα σου στην πανσέληνο.
Φύγε.
Πριν λυγίσεις και διώξεις όλους τους εραστές σου.
Φύγε.
Πριν δεις τις ερωμένες να διαλύονται στα μάτια μου.
Απλά φύγε.
Φύγε τώρα.
Αλλά να θυμάσαι…
Χωρίς έρωτα, χωρίς εμένα, θα επιστρέφεις.
Σχεδόν ερωτική
«Με σάρκα και οστά» του ψιθύρισε, «με αίμα και ψυχή», της απάντησε.
«Όλα όσα φοβήθηκες σε λάτρεψαν».
Την κοίταξε νωχελικά.
«Μόνο μαζί σου αντέχω την απώλεια του εαυτού μου», του είπε.
Και το γνώριζε.
Από την πρώτη στιγμή που του δόθηκε…
Ασυγχώρητος, όταν δολοφονείς τα όνειρα μου μετατρέποντας τα
σε εκκωφαντικούς εφιάλτες…
«Ασυγχώρητος», και γέλασε.
Κρατώντας την πιο βίαιη αίσθηση του, βαθιά
στο σώμα της.
Μερικές φορές ο έρωτας δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα ζοφερά ένστικτα μας.
Κάθε φορά που έφευγε, επέστρεφε συγκλονισμένη
στην άσπλαχνη αγκαλιά του, ως άσπιλη λεξητόμος.
Στα μάτια της χιλιάδες αμαρτίες λεηλατούσαν το σκότος, στο υγρό βάθος
της εμμονής στη διάρκεια του. Στην καρδιά τους το ασίγαστο μίσος
ξεσπούσε ατερμάτιστα, σαν άνεμος στα σημάδια τους.
Θα είσαι πάντα ένας ημιτελής κύκλος, η ανασαιμιά που σφραγίζει το σώμα μου.
Θα είσαι εκείνη που αδημονώ να μισήσω κι οι αμαρτίες που αγάπησα.
Μετέωρη, να προσπαθείς να μ’ αγγίξεις στο κενό της απουσίας μου.
Δε σου επιτρέπω να υπάρχεις χωρίς εμένα κι όταν σε βρίσκω, θέλω να δραπετεύω.
Λίγο πριν σε φυλακίσω με το χέρι στο λαιμό, σου ψιθυρίζω:
«Σχεδόν ερωτική, απόλυτα δική μου».
Στην έκπτωτη κραυγή
Με δέχεται μ’ έναν τρόπο που εσύ μ’ απορρίπτεις.
Ξέρεις, δεν ήθελα τίποτα περισσότερο
απ’ την ελευθερία των στεναγμών μου.
Κι εσύ, συνέχιζες να είσαι ο καθηλωτικός εαυτός σου.
Όταν βρίσκομαι μαζί σου, πνίγομαι από θλίψη.
Σαν να προσπαθώ να σωθώ, με τα χέρια ανοιχτά σε ναυάγιο.
Προτιμούσα να σε ονειρεύομαι με μάτια ερμητικά.
Να άλλαζα την ψυχή του στο σώμα σου.
Να ξεχνούσα για λίγο ότι υπήρξαμε
απογοητευτικά ερωτευμένοι…
Πόσο ψύχος έχει ο πάγος όταν λιώνει στη φωτιά;
Αναρωτιόμουν αν έχεις υπόσταση
τα βράδια που χάϊδευες
το αίμα στη φωνή μου…
Δεν άντεχα να κοιτάζω τα γκρίζα σου σύννεφα
στο μουντό ουρανό μου.
Δεν άντεχα!
Και εξακολουθούσα να ζω…
Σαν μετέωρη σκέψη σε κενό ασφαλείας.
Πίστευα πως το τραύμα έκλεινε με το χρόνο,
αλλά ο χρόνος ήταν το τραύμα.
Κάθε φορά που δραπέτευα, μια απροσδιόριστη απειλή
διαπραγματεύονταν τις ενοχές μου.
Μαζί του ξεχνούσα τον εαυτό που μ’ έντυνες.
Μαζί σου θυμόμουν πως δε φορούσα ρούχα.
Ένας σύμμαχος κι ένας αντίπαλος.
Μία μάχη κι ένας πόλεμος.
Με κέρδιζες και λεηλατούσα τη λογική σου.
Με έχανα και με γονιμοποιούσε η αγάπη σου.
Πρέπει να πεις στους επαληθευτές σου
πως έκλεψες τις αλήθειες τους. Λίγο
παραπάνω από τις υποψίες τους…
Πρέπει!
Αλλά εσύ δεν έχεις
την τόλμη της ποίησης σου.
Ποτέ δε ξέρεις και πάντα περιμένεις,
και δε βλέπεις τίποτα…
Και σε σκοτώνω.
Αργά και θεαματικά.
Στην έκπτωτη κραυγή του σαδισμού σου…