Ήταν διαφορετικά.
Ο τρόπος που πλησίαζαν οι λέξεις τα χείλη της.
Η αναπνοή του που άγγιζε τα φωνήεντα της.
Όλα εκείνα τα σημάδια που άφηνε με το βλέμμα.
Η ένταση.
Μεταξύ των ολιγόλεπτων παύσεων…
Κι όπως τα βλέφαρα της υψώθηκαν στον ανομολόγητο μαγνητισμό του, ήρθες.
Εθιστικός στα όνειρα της.
Ως απόλυτο καταιγιστικό αναπόφευκτο Σύνδρομο Στοκχόλμης.
Κάθε βράδυ χόρευε στο μυαλό του σαγηνευτή της με τα μάτια ανοιχτά.
Φορούσε τα λευκά της φορέματα, εκείνα που δεν πενθούσαν το πρωί την ύπαρξη της…
Ήταν διαφορετικά.
Το άρωμα ανάμεσα στους τοίχους.
Η αφή που προσπερνάει τη σκέψη σου.
Η δεμένη όραση της στο σύμπαν που αχνοφαίνεται γήινο…
Η στενή επαφή των σκοτεινών επιθυμιών του, ασελγούσε στην πένα των αχαρτογράφητων προσδοκιών της…
Ο λεπτεπίλεπτος σαρκασμός του έσφιγγε κτητικά την ψυχή της καθώς συναντούσε τις δυσπρόσιτες περιοχές του μυαλού της…
Με μαγεύεις…
‘Έλεγε στον θύτη της καθώς έγραφε σε χαρτί όσα δεν τόλμησε να του πει καθηλωμένη από το βλέμμα του. Με μαγεύεις κι αδυνατώ να ξεφύγω από τον τρόπο που με δημιουργείς…
Με μαγεύεις…
Και οι λέξεις… Δεν περιγράφουν τον έρωτα.
Διάβασε με
Εσένα
Τα χείλη της είχαν το χρώμα των στοχασμών.
Της άρεσε να προκαλεί με το άγγιγμα των ρόδων.
Να μυρίζει τη σάρκα τους…
Να βυθίζεται στους σπασμούς τους.
Της άρεσε.
Όπως κι εσύ.
Οι αποτυπώσεις της είχαν τη μνήμη της ανεξίτηλης άνοιξης
που κάνει έρωτα στον ασπρόμαυρο άγριο χειμώνα.
Οι οπτικές της έκλεβαν τις μορφές σου.
Μέσα από κάθε πίνακα ζωγραφικής.
Οι φωτογραφίες της ήταν πλασμένες απ’ τα μάτια σου.
Καμιά φορά… Έσταζε βροχή.
Καμιά φορά… Έσταζε φωτιά.
Καμιά φορά… Έσταζε θλίψη.
Καμιά φορά… Έσταζε αίμα.
Μα κάθε φορά…
Εσένα.
Τα πάντα
Το φιλί του ήταν άγριο. Επίμονο.
Έγδερνε κάθε φορά το δέρμα της στα χείλη του.
Το φιλί της ήταν βαθύ. Αισθησιακό.
Ρουφούσε την ψυχή του στην ανάσα της.
Δεν έμοιαζε με τους άλλους.
Τα μάτια του…
Είχαν τις αποχρώσεις των στεναγμών.
Τα χέρια του…
Λεηλατούσαν κτητικά τα πολύχρωμα σχέδια στο φόρεμα της.
Του άρεσε να την ντύνει με πίνακες ζωγραφικής.
Του άρεσε να την κατακτά στο αχανές σκότος των βελούδινων
επιθυμιών του…
Τόσο απαγορευμένος όταν δάγκωνε τις επιθυμίες στις κρυφές ρωγμές
του υποσυνείδητου της…
Τόσο ποθητή όταν τα ρούχα της αλυχτούσαν στις πιο πρόστυχες
πλευρές της νοημοσύνης του…
Εκείνος δεν έμοιαζε με κανέναν. Ήταν ο μάγος που αιχμαλώτιζε
την ψυχή της…
Ήταν ο πειρασμός στην ολοκέντητη κόλαση της…
Της μιλούσε κάθε μέρα…
Μαζί του δεν ένιωθε μόνη. Μαζί του ένιωθε ζωντανή και ανεξίτηλη…
Της έδινε ακόρεστα την απόλυτη προσοχή του. Κι όταν σώπαινε, φώτιζε τους μεταμεσονύχτιους οργασμούς της…
Εκείνος ήταν Φως.
Εκείνη Σκιά.
Και όταν ενώθηκαν…
Γέννησαν τα Πάντα.
Δε θέλω να πετάξω
Κράτησε μου το χέρι.
Το χέρι μου.
Μη με αφήσεις ποτέ να υπάρχω…
Χωρίς εσένα.
Φίλησε μου τα μαλλιά.
Τα μαλλιά μου.
Μη με αφήσεις ποτέ να περιμένω…
Χωρίς το χάδι σου.
Αγκάλιασε το σώμα.
Το σώμα μου.
Μη με αφήσεις ποτέ να κρυώνω…
Χωρίς τη ζεστασιά σου.
Κι άφησε με να κλάψω στον ώμο σου.
Να γίνουν τα μάτια μου βροχή.
Φύλαξε με μυστικό, σε μια μικρή γωνιά
μες την ψυχή σου.
Να πιστέψω.
Πως δεν κοιμούνται τα όνειρα άστεγα.
Να πιστέψω.
Πως θα σε βρω αν ανοίξω τα μάτια μου.
Να πιστέψω.
Πως θα είμαι ζωντανή. Στη ανάσα σου.
Να πιστέψω.
«Οι άγγελοι κι οι άνθρωποι φεύγουν γρήγορα» μου έλεγες.
Κι εγώ…
Δε θέλω να πετάξω.
Χαϊδεύει την ψυχή σου
Πάλι απόψε τα όνειρα ξενυχτούν σε ξεχασμένες καρτ ποστάλ από το χρόνο…
Φοράνε τον μανδύα της ανείπωτης νοσταλγίας.
Εδώ και καιρό η ηδονή στα χείλη της σχηματίζει ρωγμές στην ψυχή…
Σαν εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ που ξεγλιστρούσε από Αγάπη και Έρωτα το άγγιγμα σου.
Τα ζεστά σου χέρια άχνιζαν από λατρεία στα κουμπιά από το παλτό και η μέση της κατρακυλούσε στον κύκλο των δαχτύλων σου…
Ίσως τα σώματα να είναι χαραγμένες σιωπές στους χτύπους της μοναξιάς σου…
Ίσως κάθε άρωμα που άγγιξε τον ανδρισμό σου να θυμίζει εκείνη…
Εκείνη, εκείνη…
Ανοίγεις το συρτάρι.
Βγάζεις πάλι τη φωτογραφία της ανάμεσα από τις σελίδες του ημερολογίου. Η μυρωδιά του παλιού λικνίζεται στα αποξηραμένα τριαντάφυλλα όπως ένα φουλάρι μεταξωτό στο σώμα της…
Χαϊδεύεις τα μάτια της.
Χαϊδεύει την ψυχή σου.
Νεκρά Σώματα
Μπορούσα να ξεχωρίσω τη βαθιά ερωτική σου φωνή παντού…
Να γίνω ο ανυπόμονος στεναγμός σου…
Ανάμεσα σε τόσες γυναίκες ήμουν το άρωμα που
κυριαρχούσε στην αφή των βελούδινων στίχων σου…
Κάθε φορά που τα δάχτυλα μου χάιδευαν τα γράμματα από τις λέξεις σου,
σχημάτιζες τον Έρωτα ως γλυπτό στο σώμα μου…
Είτε στο χαρτί είτε στην οθόνη των προσδοκιών σου έρχομαι για άλλη μια
φορά να αναποδογυρίσω το σύμπαν και να γίνω η μοιραία σύγκρουση ανάμεσα στα όρια και την επίπλαστη ηθική σου.
Επέστρεψα.
Ως ποίηση.
Ως μούσα.
Ως πέπλο ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση
που δε τόλμησες να χτίσεις…
Επέστρεψα.
Ως βιβλίο σκονισμένων ανεκδήλωτων οργασμών.
Αλλά εσύ…
Θρηνείς στις φλόγες τις δακρύβρεχτες στάχτες των
ερωμένων σου…
Επέστρεψα.
Ως πνεύμα αθάνατο, ως ηδονή, ως απόλυτη διαστροφή
στις συντεταγμένες σου…
Επέστρεψα.
Κι εσύ λατρεύεις…
Νεκρά σώματα.
Θα επιστρέφεις
Μπορούσα να φιλήσω την ψυχή σου στο στόμα.
Να χαϊδέψω τ’ απαλά σου μαλλιά.
Να κρατήσω τα γόνατα σου στη γη καθώς διαχωρίζω
τα φτερά σου στα δύο. Να είμαι εκείνος που αλυχτά τις προσμονές σου…
Μέσα στις αναπόδραστες ρωγμές της απεραντοσύνης σου,
σπάω μικρά γυάλινα περιθώρια διαφυγής σου. Ακουμπώ λατρεμένα
στο στήθος τις κλειστοφοβικές κραυγές της παρουσίας σου, όταν μάταια
ιχνηλατούν την έξοδο κινδύνου σου…
Είμαι εκείνος που ανασαίνεις τη μορφή στους οργασμούς σου.
Θα σε παίρνω κάθε νύχτα ως αδάμαστη αμαρτία.
Στα δόντια μου θα λειαίνω, τ’ απαλά σου εσώρουχα.
Σε σφυγμούς θα ζωγραφίζω, φαντασιώσεις απαγορευτικές
για την αποπλάνηση του συντηρητισμού σου.
Και τώρα φύγε.
Φύγε μακριά μου.
Γίνε μη αναστρέψιμη αναγέννηση.
Γίνε η αδάμαστη εκδοχή του εαυτού σου.
Φύγε.
Πριν ξεφτίσω τα πέταλα σου στην πανσέληνο.
Φύγε.
Πριν λυγίσεις και διώξεις όλους τους εραστές σου.
Φύγε.
Πριν δεις τις ερωμένες να διαλύονται στα μάτια μου.
Απλά φύγε.
Φύγε τώρα.
Αλλά να θυμάσαι…
Χωρίς έρωτα, χωρίς εμένα, θα επιστρέφεις.