Περίμενα

Μ’ έσφιξες τόσο δυνατά, που πίστεψα
θα γευτείς την ψυχή μου στο σώμα.
Κι έτσι φίλησα στα σκληρά σου χείλη,
τις ανάλγητες λέξεις σου.

Στην αρσενική σου ιεραρχία
η θηλυκή μου πλευρά, ασέλγησε.
Με την ελπίδα να με ανατρέψεις,
με κάθε τρόπο, στην απόλυτη λογική σου.

Πότε πιστεύεις θα με συγκλονίσεις
σταθερά και αμετάκλητα;
Έχεις στα μάτια το πάθος
που βαθαίνει και κάνει έρωτα;

Περίμενα έναν πόλεμο μαζί σου.
Να νιώσω κάθε αδιαπέραστο όπλο σου.
Να υποφέρει στα ένστικτα μου,
από ανεξάντλητη
αγάπη…

Ήθελα τη μελωδία της φωνής σου
καθώς κυλά στην αφή μου ηδονικά
,
λίγο πιο έξω απ’ τον ξέφρενο βωμό
των θέλγητρων σου…

Σε γνωρίζω.

Περισσότερο απ’ τις θεωρίες σου.
Επιθυμώ να αποδομήσω τις ενοχές
που υποδύεσαι, σαν να μην χρειάστηκε
η ύπαρξη μαζί τους.

Σε περίμενα.


Στις ετερόφωτες όψεις του εγωισμού σου.
Να σφίξεις στους καρπούς μου
δύο
τριαντάφυλλα, που ζήλευαν,
καθώς πέθαιναν για μένα…

Περίμενα.

Εσένα.
Μόνο εσένα.

Κι εσύ…
Με απογοήτευσες.


Δεν σε ποθώ
Και δε σε θέλω.

ΑΝΤΙΟ.

Εκείνη

Εκείνη… Εκείνη…

Στην χρυσή της καρδιά μόνο πάγος.
Σε φιλήδονες νύχτες, ιχνηλάτες με
πάθος.

Εκείνη… Εκείνη…

Στ’ ανεξίτηλο δέρμα, απλώνουν πάλι φιλιά τα φεγγάρια.

Εκείνη… Εκείνη…

Μια
αχτίδα θαρρείς περιμένει
και τη μοίρα υφαντό της να ψέλνει.

Τ’ αλμυρό το φιλί της στο στόμα,
με κραγιόν σε μπουκάλι με πώμα.

Εκείνη… Εκείνη…

Ζωγραφίζει απλωμένα σεντόνια,
ηδονές αφημένες σε δώμα…

Εκείνη… Εκείνη…

Στα ξανθά της μαλλιά ακροβάτες σε μπούκλες.
Την κρατάς, την φιλάς, και σωπαίνει.

Εκείνη… Εκείνη…

Την ποθείς.
Την μισείς.
Την λατρεύεις.

Δεν αντέχεις χωρίς τον βωμό της.
Στ’ όνομα της
φιλάς τον σταυρό της.

Εκείνη… Εκείνη…

Σε ποθεί, σε ζητά και σε ψάχνει.

Μα στο τέλος, αυτή δεν υπάρχει
.

Μοναδική και Ανεκτίμητη


Κάθε φορά που σε φωτογραφίζω χτίζω τη Μούσα μου.

Κάθε φορά.

Τις νύχτες ψιθυρίζω τ’ όνομα σου στην υγρασία των δέντρων κι εσύ βάφεσαι κόκκινη στα απόκρημνα βουνά της άγριας φύσης μου.

Κάθε φορά.

Όπως η ανατολή.

Όπως το ηλιοβασίλεμα.

Όπως τα Ρόδα στον πολύτιμο κήπο μου.

Θ’ αφήσω το πιο έντονο χρώμα μου

στην αγνή σου ψυχή…

Θα σε κάνω δική μου,

πριν σε κλέψει η αποψινή πανσέληνος.

Θα λερώσω κάθε σου σκέψη με ροδοπέταλα…

Και θα σφίξω στα δάχτυλα μου

τον αμέθυστο πόθο σου…

-Απαρνήσου!

Αγαπημένε…

Όλες τις μάσκες της μοναξιάς σου.

Κι έλα να με βρεις.

Μισάνοιχτα θα είναι τα χείλη μου
να περιμένω ως ευλογία το φιλί σου…

-Απαρνήσου!

Μόνο για μια φορά…
Κι έλα.

Ως ιερό βιβλίο σε απόκοσμη Γη…

Σ΄αγαπώ, του είπε.

Κι αν δεν υπάρχεις,
δεν υπάρχει κι ο Έρωτας.

Μύρισε τότε το άρωμα της στο λαιμό,
καθώς έσμιξε την ανάσα του στ’ αυτί της:

«Μοναδική και Ανεκτίμητη…»